- παρώμαλος
- παρώμαλοςnearly evenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρώμαλος — ον, Α σχεδόν ομαλός ή ίσος («κύκλος τῆς νήσου τετρακόσιοι στάδιοι, παρώμαλος τὸ πλάτος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαλός (πρβλ. αν ώμαλος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek